θρηνεῖται

θρηνεῖται
θρηνέω
sing a dirge
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • оплаканъ — (4*) прич. страд. прош. к оплакати1: и аще ѹмреть мужь. ѿтуду не възъвративъсѧ. ѡплаканъ будеть и ѡсѣтованъ ѿ жены. (πενϑεῖται, в др. сп. ϑρηνεῖται) КР 1284, 277г; Люто вѣща въспитаныи ѹже плоды ѿ кротко изливаемаго дождѧ. i ѿ суровы˫а туча града …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αείκλαυστος — η, ο (AM ἀείκλαυτος ον) ο αιώνια θρηνούμενος μσν. νεοελλ. ο άξιος να θρηνείται αιώνια, αλησμόνητος, αξέχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κλαυστὸς < θ. κλαυσ (πρβλ. ἔκλαυσα) του κλαίω] …   Dictionary of Greek

  • αειδάκρυτος — ἀειδάκρυτος, ον (Α) αυτός που πάντοτε θρηνείται …   Dictionary of Greek

  • κοσμοθρήνητος — η, ο (Μ κοσμοθρήνητος, ον) αυτός που θρηνείται από τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θρήνητος (< θρηνῶ), πρβλ. αξιο θρήνητος] …   Dictionary of Greek

  • πάνδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που θρηνείται από όλους 2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους 3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν όδυρτος*] …   Dictionary of Greek

  • πολυθρήνητος — η, ο / πολυθρήνητος, ον, ΝΜΑ αυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστος («πολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + < θρηνῶ (πρβλ. οξυ θρήνητος)] …   Dictionary of Greek

  • Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… …   Dictionary of Greek

  • Νεκρά Θάλασσα — (αραβ. Al – Bahr, εβρ. Yam ha – Melah). Λιμναία λεκάνη (1.020 τ. χλμ.) της Παλαιστίνης, στο βαθύπεδο του Ελ Γορ. Ανήκει στην Ιορδανία, εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα που ανήκει στο Ισραήλ. Bρίσκεται περίπου 395 μ. κάτω από την επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

  • θρηνεῖτ' — θρηνεῖτο , θρηνέω sing a dirge pres opt mp 3rd sg (epic ionic) θρηνεῖτε , θρηνέω sing a dirge pres imperat act 2nd pl (attic epic) θρηνεῖτε , θρηνέω sing a dirge pres opt act 2nd pl θρηνεῖτε , θρηνέω sing a dirge pres ind act 2nd pl (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”